τουρμπάνι

τουρμπάνι
το
(λ. γαλλ.)
1. λεπτοϋφασμένο μπαμπακερό ύφασμα, τουλπάνι, μουσελίνα.
2. περιτύλιγμα του κεφαλιού των μουσουλμάνων, σαρίκι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τουρμπάνι — το, Ν 1. κάλυμμα τού κεφαλιού σε πολλούς μουσουλμανικούς λαούς, πλατιά λωρίδα υφάσματος που τυλίγεται στο κεφάλι, αλλ. σαρίκι 2. το λεπτό βαμβακερό ύφασμα από το οποίο αποτελείται το παραπάνω κάλυμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. turban < τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 …   Dictionary of Greek

  • προσείλημα — είματος, τὸ, Α 1. αυτό με το οποίο καλύπτει κανείς κάτι, περικάλυμμα, περιτύλιγμα 2. φρ. «προσείλημα κεφαλῆς» σαρίκι, τουρμπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εἴλημα «κάλυμμα»] …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • τουλίπα — Κοινή ονομασία πολυάριθμων ειδών του γένους τουλίπη (οικογένεια λειριιδών ή λιλιιδών, μονοκοτυλήδονα): πρόκειται για πολυετή, ποώδη φυτά με βολβό ωοειδή, κονδυλοειδή, σκεπασμένο με ένα μόνο καστανόχρωμο χιτώνα. Από τον βολβό αναπτύσσονται κάθε… …   Dictionary of Greek

  • Αλήδες ή Αληίδες ή Αλίδες — Μωαμεθανική δυναστεία που καταγόταν από τον χαλίφη Αλή Ιμπν Αμπί Ταλίμπ, εξάδελφο και γαμπρό του προφήτη Μωάμεθ και αρχηγού της αιρέσεως των Σιιτών. Ο Αλή είχε 14 γιους και τουλάχιστον 17 κόρες από τη Φατιμά, κόρη του Μωάμεθ και άλλες συζύγους.… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”